- ολόχρους
- ὁλόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)(για ζώα) αυτός τού οποίου το χρώμα σε όλο το σώμα είναι όμοιο, ολόχρωμος, μονόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. αλλό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek